Αρχική

«Πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου που κιντύνευε

πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου»!

Τον Ιούλιο του 1919 η κυβέρνηση Βενιζέλου εγκρίνει πίστωση 20.000.000 δρχ. για την περίθαλψη και τη βαθμιαία παλιννόστηση των προσφύγων του Πόντου. Η διαχείριση των χρημάτων ανατέθηκε σε ειδική Επιτροπή του Υπουργείου Περιθάλψεως, γενικός διευθυντής του οποίου αναλαμβάνει, στις 8 Μαΐου 1919, μια «μεγάλη ψυχή» του πνευματικού κόσμου της εποχής, ο Νίκος Καζαντζάκης. Μαζί με τους συνεργάτες του, Ηρακλή Πολεμαρχάκη, Γ. Κωνστανταράκη, Γ. Αγγελάκη, Ι. Ζερβό, Δ. Ελευθεριάδη, τον Γιώργη Ζορμπά και τον εκπρόσωπο του υπουργείου Γιάννη Σταυριδάκη ως «σύγχρονοι αργοναύτες» θ’ αναλάβουν το τιτάνιο για την εποχή έργο, του επαναπατρισμού 150.000 Ελλήνων του Πόντου και της ασφαλούς εγκατάστασής τους στη Μακεδονία και στη Θράκη.

Διαβάζουμε στην «Αναφορά στο Γκρέκο»:

«Πρώτη φορά παρουσιαζόταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη να μην έχω πια να παλεύω με Χριστούς και Βούδες, παρά με ζωντανούς, σάρκα και κόκαλα ανθρώπους. Καλή η στιγμή να δοκιμάσω αν η πράξη είναι η μόνη ικανή ν’ απαντήσει, κόβοντας με το σπαθί της τους αξεδιάλυτους κόμπους της θεωρίας. Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο∙ πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο Προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το κράτος και τη βία και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της να τη σώσουν.

«Tο βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματά τους και πήγαινα να τις φυτέψω στην Ελλάδα. Ανθρώποι, αλόγατα, βόδια, σκάφες, κούνιες, στρώματα, αξίνες, άγια κονίσματα, Βαγγέλια, τσάπες έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Η Μαύρη θάλασσα κυμμάτιζε αλαφριά σκούρα, λουλακιά και μύριζε σαν καρπούζι∙ ζερβά μας τ’ ακρόγιαλο και τα βουνά του Πόντου. Μια φορά κι έναν καιρό δικά μας∙ δεξιά αστραφτερό, απέραντο το πέλαγο. Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως, μα οι γέροι, με τη ράχη γυρισμένοι, κάθονταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τ’ αγαπημένο ακροθάλασσο. Ο Καύκασος είχε χαθεί, φάντασμα ήταν και σκόρπισε, μα απόμεινε ασάλευτος, αβασίλευτος, βαθιά στις λαμπυρίθρες των ματιών τους. Δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα. Βουνά θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι. Ένα χταπόδι είναι η ψυχή του ανθρώπου κι όλα ετούτα απλοκαμοί της». 

 «…Δύσκολο, δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα, βουνά, θάλασσες, αγαπημένοι άνθρωποι, φτωχό αγαπημένο σπιτάκι, ένα χταπόδι είναι η ψυχή και όλα τούτα οι πλόκαμοί της…».

«Έβλεπα γύρω μου άνδρες και γυναίκες και μικρά παιδιά, να στριγμώνουνται, πεινασμένοι, απελπισμένοι, να με κοιτάζουν στα μάτια και να περιμένουν από μένα τη σωτηρία· πώς μπορούσα να τους προδώσω; «Θα σωθώ ή θα χαθώ μαζί σας, τους έλεγα, μη φοβάστε, αδέρφια, όλοι μαζί!» Και πότε πάλι τους μιλούσα για τη βασανισμένη ράτσα μας, που αιώνες την παλεύουν και θένε να την ξεκάμουν οι βάρβαροι, η πείνα, η φτώχεια, οι σεισμοί, η διχόνοια, μα αυτή ’ναι αθάνατη, και να, χιλιάδες χρόνια ζει και βασιλεύει! Κι έτσι, έχοντας στο νου τους την Ελλάδα, μπόρεσαν, οι κακόμοιροι, και βάσταξαν».